ἐσπαργανωμένον

ἐσπαργανωμένον
спелёнатого

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ἐσπαργανωμένον" в других словарях:

  • ἐσπαργανωμένον — σπαργανόω wrap in perf part mp masc acc sg σπαργανόω wrap in perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαργανώνω — σπαργανῶ, όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, όομαι, Α [σπάργανον] (σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»